διακοπή

διακοπή
η
1) перерыв, пауза, остановка; 2) перебой (пульса в работе и т. п.); 3) прерывание, прекращение (работы, разговора и т. п.); 4) прекращение, разрыв (отношений); 5) разъединение, размыкание (проводов); выключение (тока, воды); обрыв (проводов); 6) прерывание (разговора, оратора); перебивание; 7) πλ. каникулы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διακοπή" в других словарях:

  • διακοπή — gash fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοπή — η (AM διακοπή) [διακόπτω] το να διακόπτεται κάτι νεοελλ. 1. παύση, προσωρινή ή οριστική, αναστολή, σταμάτημα, λύση τής συνέχειας 2. αντιλογία, ερώτηση σε ομιλητή η οποία τόν υποχρεώνει να σταματήσει 3. στον πληθ. οι διακοπές α) χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • διακοπή — η 1. προσωρινή ή οριστική παύση, σταμάτημα, στη συνέχεια ενέργειας ή διαδικασίας που βρισκόταν σε εξέλιξη: Εχθές το βράδυ είχαμε προσωρινή διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος. 2. στον πληθ., διακοπές οι μέρες κατά τις οποίες κάποιος δεν εργάζεται, η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακοπῇ — διακόπτω cut in two aor subj pass 3rd sg διακοπή gash fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοπαῖς — διακοπή gash fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοπαί — διακοπή gash fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοπῆς — διακοπή gash fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοπήν — διακοπή gash fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακοπῶν — διακοπή gash fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • ανοχή — η (AM ἀνοχή) [ανέχω] η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῡ Θεοῡ»(Κ.Δ.) «ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου) «η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων» «ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»